φούρνισμα

φούρνισμα
τό
1) сажание в печь; 2) см. φουρνίρισμα 3

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φούρνισμα" в других словарях:

  • φούρνισμα — το, Ν [φουρνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φουρνίζω …   Dictionary of Greek

  • φούρνισμα — το, ατος ψήσιμο στο φούρνο, κλιβανισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καβούρι — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του όρμου του Κατάκολου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. II Χερσόνησος της Αττικής, στον Σαρωνικό κόλπο, Δ της Βουλιαγμένης, στο… …   Dictionary of Greek

  • Πάφος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος και διάδοχος του Κινύρα, του ιδρυτή της θρησκείας της Αφροδίτης στην Κύπρο. Ο Π. πήρε το όνομά του από την ομώνυμη αρχαία πόλη του νησιού, όπου ο πατέρας του διετέλεσε πρωθιερέας του ναού της Αφροδίτης και πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • πλάσιμο — το το να πλάθει κανείς, μορφοποίηση μιας ύλης: Από το πλάσιμο ως το φούρνισμα ο φούρνος ετοιμάζεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουρναριό — το 1. ιδιαίτερος χώρος αγροτικού σπιτιού, όπου γίνεται το ζύμωμα και το φούρνισμα. 2. αποθήκη για σιτηρά, αλεύρια κτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»